Μια λογοτεχνική περιγραφή της εκδρομής του Παραρτήματος Κρήτης του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου που έγινε από τις 17 μέχρι τις 25 Ιουλίου 2009 κυρίως στη Θράκη.
Το κείμενο το έχει γράψει ο Γεωπόνος – Συγγραφέας κ. Παυλίδης Απόστολος
Από το Λυβικό έως τον Έβρο
(18-25 Ιουλίου 2009)
Χωρίς παράπονο, η Μεσαρά αφήνεται στις υψηλές κάψες του Ιούλη. Το λιμάνι του Ηρακλείου γιομάτο κόσμο. Καλωσορίζει αυτούς πού’ρχονται και κατευοδώνει αυτούς που φεύγουν.
Η αυγή -τί όμορφη που είναι πάντα η αυγή- καταφθάνει στον μουχλιαστό Πειραιά. Γιομίζει το λεωφορείο ταξιδιώτες, γεωτεχνικοί και μη απ’ όλη την Κρήτη.
Διασχίζεται η Ελλαδοβόρος Αττική προς τα βόρεια. Τσιμεντόκουτα για τους ανθρώπους, μαυρόδρομοι για τ’ αυτοκίνητα, καταχνιά για τα πνευμόνια. Ο εθνικός δρόμος φαρδύς, στιγματισμένος δεξά - ζερβά του, σηματοδοτημένος στο δάπεδό του, υπομένει υποφέροντας το κινούμενο φορτίο του, που «βουρτ’ πάνω, βούρτ’ κάτω», δεν σταματά ούτε στιγμή νά’χει αναμένες τις μηχανές του.
Προβάλει ένας ολόλαμπρος Ήλιος, πάντα απ’ την ανατολή, ακούραστος στους ......αιώνες να περιφέρεται, όπως φαίνεται, και να φωτοδοτεί τ’ άφωτα της νύχτας.
Ξεπεράστηκαν τα πυκνά, ψηλά οικοδομήματα κι αραιωμένα πια αφήνουν να φαίνονται τα κοντινά κουρασμένα φυτά στις παρειές του δρόμου κι όσοι απόμειναν, απ’ τις κάθε χρόνο πυρκαγιές, δασώδεις λόφοι παρέχουν την πράσινη εικόνα τους για ευχαρίστηση στην «εν τάχει» κινούμενη ματιά μας.
Οι εικόνες της φύσης χάνονται ολοταχώς προς τα οπίσω, λίγες αποτυπώνονται κι άλλες έρχονται και φεύγουν κυνηγημένες, για να λησμονηθούν την επόμενη στιγμή.
Πόλεις και χωριά απλά αναφέρονται, για ν’ ακουστούν τα ονόματά τους σαν παρουσία στην διαδρομή απ’ τα νότια προς τα βόρεια. Δυό λέξεις αρκούν για τα ιστορικά και σημαντικά σημεία τους, χωρίς ν’ αφήνεται κανένα περιθώριο για αποτύπωση κάποιας ατομικής ιδιαίτερης εικόνας τους.
Θορυβούν τα τροχοφόρα, άλλα συνκατευθυνόμενα, άλλα αντίθετα μεταφέροντας ανθρώπους και σκεύη, άλλους για την ημερήσια εργασία τους, άλλους για την ανάγκη φυγής απ’ τη ρουτίνα της καθημερινότητας κι άλλους γιατί αυτή είναι η δουλειά τους.
Βουνά και κάμποι προσπερνιούνται, καλλιέργειες δροσίζονται με καταιονισμό νερού σ’ όλο το μήκος του δρόμου -μέχρι πότε άραγε θα υπάρχει νερό;- κι ευτυχώς κοντά στη Λάρισα κάποια έργα στο χαλασμένο δρόμο αργοπορούν την κίνηση για να δει το μάτι και τα κοντινά και τα μακρινά, με κάποια προσοχή και για να πει το στόμα, να εκείνο είναι ωραίο, να τ’ αποτυπώσει ο νους σαν καλή ανάμνηση.
Τα Τέμπη παραμένουν ευτυχώς ακόμη Τέμπη, μοναδικά και πλουσιοπάροχα κι ο Πηνειός κυλά στα καντάντη να δώσει το πολύτιμο υγρό του στη «λαβουρδιασμένη» γη του Θεσσαλικού κάμπου.
Στον Πλαταμώνα με γρήγορες κινήσεις αναπληρώνονται οι ημερήσιες ανάγκες. Ο Όλυμπος αν κι έχουν περάσει αιώνες απ’ την «κατάκτησή» του, επιμένει και κατορθώνει να φέρνει στο νου μνήμες και δόξες και μεγαλεία, η Θεσσαλονίκη έχει προ πολλού ξεπεράσει τα νυμφικά της στάδια και ώριμη πια σύγχρονη πόλη, διατυμπανίζει την πολυκοσμία της, κι ύστερα στην προς την ανατολή πορεία, οι γλάροι υπάρχουν και πετούν, τα πλάγια κατάφυτα είναι πράσινα, ελαιώνες κι αμπελώνες θέλουν να δώσουν στους καλλιεργητές τους τα πολύτιμα αγαθά τους.
Η Εγνατία Οδός νέα κι ωραία, παρέχει ευχέρεια ταχύτητας και κοντά στην Καβάλα μια μικρή ανάπαυση κρίνεται αναγκαία της μακράς πορείας.
Η Ξάνθη κι η Κομοτηνή δίνουν την εικόνα τους από μακριά, τα γύρω χωριά τους δείχνουν τα σημάδια της ιδιαιτερότητάς τους χωρίς να νιώθουν τις ασυμβίβαστες επιμονές των ανθρώπων και στην Αλεξανδρούπολη δύει πια ο Ήλιος κι η πλούσια ημέρα τελειώνει.
Στο ξενοδοχείο οι αποσκευές τακτοποιούνται εύκολα, η ξεκούραση θεωρείται αναγκαία και το ξημέρωμα έρχεται για ν’ αρχίσει η επίσκεψη και να συνεχίσει η πορεία πιο βόρεια -στα Θρακιώτικα μέρη.
Η Αλεξανδρούπολη λούζει τα πόδια της στη θάλασσα, δροσίζεται όσο μπορεί κι όπως χρόνια τώρα θα ξεπεράσει τις ιουλιανές κάψες. Στις Φέρες η εκκλησία πατεί γερά πάνω στα θεμέλια κάποιου παλιού Ναού -ποιός ξέρει αφιερωμένου σε ποιόν θεό- το Σουφλί, το Διδυμότειχο, η Ορεστειάδα καλά περνούν παράγοντας μπαμπάκια, καλαμπόκια, καπνά, ηλιόσπορους, απολαμβάνοντας και τις σχετικές επιδοτήσεις και στις Καστανιές πρέπει να γίνει η διαδικασία ελέγχου του μη εμφανούς διαφορετικού των γειτόνων.
Η ιστορική πορεία τους, εξαναγκάζει τους ελεγκτές να γίνουν αυστηροί και βλοσυροί. Ο Έβρος σ’ όλο το μήκος του εφταΐδιος ένθεν κι ένθεν, τα δέντρα υδροχαρή κι αδιάφορα στις διαφορές των ανθρώπων, τα νεροπούλια το ίδιο και μόνον οι άνθρωποι επιμένουν και παράγουν διαφορές για να έχουν φαίνεται την δυνατότητα να παίζουν κάποια παιχνίδια, πολλές φορές επικίνδυνα για τη ζωή τους.
Στην Ανδριανούπολη -Εντιρζέ από τους γείτονες -δικά τους είναι δικά τους τα βαφτίσια της- δεσπόζει το τζαμί του Σελίμ Β'. Ένα αρχιτεκτονικό μεγαλοπρεπές αριστούργημα, με τρούλους οξείς και ψηλούς να κατευθύνονται στον ουρανό, να συμβολίζουν την τάση της θρησκείας να προτρέπει τους πιστούς προς την επουράνια ζωή κι ας χάνεται η ωραία και μοναδική επίγεια, με διάκοσμο υπερβολικό στους εσωτερικούς θόλους, με πιστούς γυμνόποδες, να κάθονται στις γωνίες για προσευχές, να περιεργάζονται άλλοι, να θαυμάζουν έτεροι και κάποιοι ν’ απορούν γιατί όλα αυτά προς χάρην της ματαιοδοξίας και της υποταχής.
Οι μικροπωλητές επιμένοντες, γραφικοί κι ενοχλητικοί, να πουλήσουν την πραμάτεια τους, μ’ ένα παζάρι διασκεδαστικό, ανατολίτικο κι ολίγον «μπαταξίδικο».
Στην επιστροφή και πάλι ο έλεγχος -πόσοι μπήκαν, πόσοι βγήκαν, τί πήραν, τί άφησαν.
Στο Σουφλί τα μεταξωτά διαφημίζονται, πουλιούνται και αγοράζονται, το τσίπουρο ρέει δροσερό στον οισοφάγο, ανέρχεται πνευματώδες στον εγκέφαλο, δημιουργεί κλίμα ευχάριστο χαράς και γέλιου, έτσι που η μέρα παρέρχεται αισιόδοξα για τ’ αύριο.
Και τ’ αύριο στο δάσος της Δαδιάς, πανέμορφο κι οργανωμένο με τα πεύκα και τις βελανιδιές, με τα όρνια και τους γύπες, μα με λίγο χρόνο στη διάθεσή μας για αμέριμνη περιπλάνηση περιπάτου στα μονοπάτια του.
Στο Δέλτα του Έβρου, τα πουλιά, φιλόξενοι άρχοντές του, χωρίς φραγμούς και σύνορα δροσίζονται, σιτίζονται, περιπατούν στις υδάτινες επιφάνειες και τα νερά δρομολογούνται στα περάσματα, σ’ ένα εκτεταμένο υδρότοπο που τα υδροχαρή φυτά δεν νοιάζονται καθόλου για τις ιουλιανές κάψες.
Στη Μαρώνεια οι Πλάτανοι σκιάζουν και δροσίζουν την πλακόστρωτη πλατεία, στην παράξενη εκκλησία ο ιερωμένος ενημερώνει για την ιστορία της. Οι ξύλινες κολώνες και οι δοκοί χρόνια και χρόνια κρατούν τον χώρο της στέρεο ορθό, με το ξυλόγλυπτο τέμπλο να προβάλει εικόνες αγίων προς προσκύνηση από τους πιστούς.
Ο ταβερνιάρης σβέλτος ετοιμάζει, σερβίρει καλοψημένους μεζέδες και το κρασί συμβάλλει μ’ επιτυχία να ξεχαστεί η κούραση της ημέρας και ο προβληματισμός για τις απρόσμενες καταστάσεις της. Οι αρχαιότητες αναμένουν χρόνια διάσπαρτες τους αρχαιόφιλους επισκέπτες να τις δουν, να τις θαυμάσουν, να νιώσουν τη συνέχεια της ζωής και του πολιτισμού του τόπου.
Ο φάρος στην Αλεξανδρούπολη δεσπότης της παράλιας έκτασης, χρόνια και χρόνια κατευοδώνει τα πλεούμενα του Θρακικού πελάγους. Και κει στην ακρογιαλιά του, η δροσιά της θάλασσας, σούρουπο πια, χαρίζει ξεκούραση απ’ την ταλαιπωρία ολόκληρης της μέρας.
Κι ύστερα μετά το δείπνο, κυκλικά καθισμένοι «εν κρέπαλη μέθη» από τον πλούτο των εικόνων της «εν τάχει» μεγάλης εκδρομής μας, η προσπάθεια της αποτύπωσης και της περιγραφής τους.
Στον ύπνο το όνειρο κάνει προσπάθειες να δώσει κι άλλες πληροφορίες για τους πανέμορφους τόπους, που ο πλούτος τους θέλει αρκετό χρόνο για την επίσκεψή τους.
Το ξημέρωμα έτοιμοι για αναχώρηση προς την επιστροφή, με περιήγηση σ’ άλλα μέρη προς τα νότια.
Η Κομοτηνή ζει, στην πρώτη ματιά, με τις διαφορές των πεποιθήσεων των συνοικούντων της, σταυροί και μιναρέδες σαν γείτονες στρέφονται προς το αχανές τ’ ουρανού και ’μείς στον σιδηδρόδρομο, για να διαβούμε κόντρα στη ροή του, τον Νέστο Ποταμό.
Εκείνος ρέει, ολοζώντανος όφις, η παρόχθια βλάστηση χαίρεται και πίνει αχόρταγα τα νερά του, τα μάγουλα της ρεματιά του, έως ψηλά ολοπράσινα, κρατούν γερά τους βραχισμούς να μην κυλήσουν κι ύστερα από την Σταυρούπολη προς τα βόρεια.
Τα δρυγιόδεντρα επικρατούν σ’ όλη τη διαδρομή, κάπου - κάπου επιβάλλονται οι ακακίες, τα πρινάρια αλλού και στα «Πομακοχώρια» οι μιναρέδες των τζαμιών. Στον Εχίνο μπελονιάζουν τα καπνόφυλλα οι γυναίκες, πίνουν καφέ στα καφενεία οι εναπομείναντες γέροι άντρες, κρατούν ολοκάθαρα τα σοκάκια τους κι αντιδρούν την φωτογράφησή τους.
Προς την Ξάνθη ο Κόσυνθος ρέει για να τροφοδοτήσει την Βισθωνίδα λίμνη και στην Πόλη ο χρόνος συγκράτησε πολλά στοιχεία της μακραίωνης πορείας της. Στο λαογραφικό μουσείο ο ξεναγός, εύγλωτος, ενήμερος, φιλόξενος, εξιστορεί την πορεία αυτή και μεις πορευόμαστε προς την Καβάλα.
Στην Βισθωνίδα τα θολά νερά, με τα επιπλέοντα βούρκα, υπενθυμίζουν την στασιμότητα πολλών πραγμάτων και το εκκλησάκι, όσο κι αν καλωπίζεται δεν μπορεί να ξεθολώνει και να κάνει διαυγή τόσο μεγάλο όγκο θολούρας.
Στην Καβάλα το υδραγωγείο πραγματικός δεσπότης της. Μηχανικοί, τεχνίτες, πετροκόποι, λιθοξόοι, χιλιάδες εργάτες έφτιαξαν λάσπη με τον ιδρώτα και το αίμα τους για χρόνια, για να στυλιώσουν αγωγό του πολύτιμου υγρού. Απ’ τα πολύ παλιά χρόνια φαίνεται η «δίψα τέχνας κατηργάζετο». Κάτω στην παραλία πλατύς ο ελεύθερος χώρος, για να περιπατούν οι άνθρωποι, να συναντιώνται, να συζητούν, να προβληματίζονται από κοινού. Ο μπάρμπα Πρόδρομος μιλάει για τους κλέφτες, η Στέλλα για την ανεργία κι ο Βασίλης ονειροπόλος, κουλτουριάρης, ποιητής, για το όνειρο και ’μείς πως αύριο θα πλεύσομε προς τη Θάσο.
Κι αύριο στη Κεραμώτη -που κεραμίδια τώρα- η μπούκα του καραβιού ορθάνοιχτη μας καταβροχθίζει και μια και δυό, με συνοδούς τα ψαρόπουλα, στης Θάσου το νησί. Οι κατάφυτες πλαγιές -της Πεύκης αγώνας, των χαμόκλαδων συνδρομή, του χώματος προσφορά, τ’ ανθρώπου προσοχή, του χρόνου τέχνη- χορταίνουν το μάτι, που σβέλτο κοιτάζει ν’ αποτυπώσει πλήθος εικόνες. Στην Παναγιά η όργια βλάστηση, των νερών το τραγούδι, τα καλλίτεχνα οικήματα, η καθαριότητα σ’ όλα, οι πανέμορφες βιόλες, υπέροχα γεννούν θαυμασμό, προκαλούν κι απορία γιατί έτσι να μην είναι παντού. Χαμηλά, προς τ’ ανατολικά και τα νότια, η ταπεινή βλάστηση αναπληρώνεται απ’ τις πανέμορφες παραλίες που τα χρώματα -κυανά, πράσινα της θάλασσας και λευκά της άμμου- δένουν πανώρια. Ξεφυτρώνουν όπως παντού στην Ελλάδα στους παράλιους τόπους κτίσματα και στα Λιμανάρια το παλιό οικοδόμημα με το σύγχρονο παλεύουν αταίριαστα να κρατήσουν το χώμα ή να επιβάλουν την αχόρταγη εκμετάλλευση. Στα δυτικά η Ελιά απ’ τα πανάρχαια χρόνια -μαρτυρούν οι κορμοί με κουφάλες και ρόζους- στων χαρακιών τα διάκενα ριζώνει και πίνει και θρέφεται. Τα κυπαρίσσια ευθύκορμα, βαθυπράσινα συμβιούν και προσθέτουν στον τάπητα της ελιάς και του πεύκου το πρόσθετο ωραίο.
Στο λιμάνι και πάλι του καραβιού η μπούκα ανοιχτή κι «εν ριπή οφθαλμού» αναχώρηση κι αντίο Θάσο. Στην Καβάλα το Φρούριο -να μπορεί ν’ αντιστέκεται σαν οι άλλοι θέλουν μερίδιο απ’ τα πλούτη της- είναι πια ανάμνηση κι αχρείαστο όπλο. Στα πεζούλια των παλιών οικημάτων και σήμερα ηλικιωμένοι άνθρωποι κάθονται κι αναθυμούνται τους τόπους της Προύσας, της Καισάρειας, του Πόντου και ’μείς σαν διαβούμε για τρίτη φορά τις καμάρες του υδραγωγείου για γούρι, κατηφορίζομε προς το λιμάνι. Θαυμάσια ορισμένα νεοκλασικά κτίρια, διατηρημένα καλά, δηλώνουν τη συνέχεια της δόμησης του τόπου.
Στην παραλία σούρτα - φέρτα ξανά οι άνθρωποι. Συζητούν, γελούν, σιωπούν και η σιωπή του ύπνου σε μας ξημερώνει την ημέρα της αναχώρησης. Η Θεσσαλονίκη ίδια, τα Τέμπη πανώρια, η Λάρισα «λαβουρδανίζεται» κι ο Βόλος στριμώχνει τον κόλπο του και στριμώχνεται απ’ το Πήλιο του, απλώνεται δεξά - ζερβά, τροχαλιάζεται κι αναρριχάται στα γυροπλάγια. Η Πορταριά ολοπράσινη δροσερή, πρόδρομος του μοναδικού Πήλιου. Ο Βόλος «αναμμένος» απ’ του τσιμέντου και τις ασφάλτου το πλήθος, η θάλασσά της αδύναμη να της δώσει δροσιά, σκεπασμένη κι εκείνη από βάρκες μικρές και μεγάλες, τ’ απλωμένα καθίσματα, καταλήψιες του πεζόδρομου, αδειανά και πολύχρωμα αναμένουν τους ρέχτες του τσίπουρου και στην αγορά της κινούνται άνθρωποι μικροί και μεγάλοι, διερωτώμενοι να ψωνίσουν ή όχι.
Ο ταξιτζής αρνείται την κρίση κι απ’ την Πορταριά ως την Μακρυνίτσα, το πράσινο χαρίζει τα πάντα σ’ όσους διαβαίνουν το στενό κι επικίνδυνο δρόμο. Στην ταβέρνα, σε κάποιο από τα μπαλκόνια του Πηλίου, η σκέψη ελευθερώνεται απ’ το βάρος των φτιαχτών αδιεξόδων και λύνει τα προβλήματα όλα.
Μεσάνυχτα και κάτι και δεν είναι αργά όπως λένε. Ο ύπνος αχρειάστος κι άνεργος, γιατί ο τόπος είναι όνειρο, για τα μάτια που θέλουν να ονειρεύονται σαν βλέπουν ονειρεμένα τοπία, με πλατάνια αιωνόβια γέρικα, βρυσίδες να κουτσουρναρίζουν νερό ολοκάθαρο, μια κλίση κατάφυτη και τα φώτα του Βόλου να παίζουν το παιχνίδι της ζήλειας και είναι αργά μεσάνυχτα και κάτι όπως λένε, μα στο φως της επόμενης μέρας όλα φαίνονται, είναι αλήθεια, δεν είναι όνειρα.
Και με το φως της μέρας, πιο νότια στα βουνά τα κατάφυτα της Μαγνησίας τα βουνά της Γούρα. Εκεί στην Ανάβρα -στα πάλαι Γούρα- κάποιοι άνθρωποι ονειροπώλες και μ’ οράματα, έτσι για την αγάπη προς τον τόπο τους, πεισματώθηκαν και το όνειρο με τ’ όραμα έγινε πράξη. Το χωριό τους ολοκάθρο πια, με την τεχνολογία στην υπηρεσία τους, με τα ζώα τους να παράγουν προϊόντα νόστιμα και υγιεινά σ’ ένα περιβάλλον που το σέβονται, με το ρέμα ευπρόσιτο, μ’ ένα μονοπάτι πλακόστρωτο, να κυλά το νερό τραγουδώντας ολοκάθαρο, τα πλατάνια να χαίρονται και να νιώθουν χαρούμενα που προσφέρουν χαρά κι ικανοποίηση σ’ όσους διαβαίνουν τα μέρη τους. Οι βρύσες με γουρνάκια μαρμάρινα τρέχουν νερό και δροσίζουν στου Ιούλη της κάψες τους διαβάτες και χάρτες κι επιγραφές πληροφορούν για την χλωρίδα, την πανίδα κι ό,τι άλλο πρέπει ο διαβάτης να μάθει. Οι νερόμυλοι υπάρχουν, παλιά εργοστάσια, για να θυμίζουν έναν άλλο παλιό κι ωραίο τρόπο ζωής. Στου χωριού τα μαγέρικα μερακλήδες Αναβριώτες προσφέρουν καθαρά και νοστιμότατα εδέσματα -ψημένα με τέχνη- κρέατα που παράγουν οι ίδιοι.
Κι ο πρόεδρος, Τσουκαλάς Δημήτρης, -αληθινός άρχοντας- λέει και λέει ακούραστα πως σαν κανείς αγαπά εκείνο που πράττει, το πράττει ωραία και προσφέρει και στ’ απόμακρα μέρη αγαθά π’ ομορφαίνουν τη ζωή. Και η σύντροφός του, μαζί στον αγώνα της Μάχης -Μάχη κι εκείνη- έτσι που το ωραίο νά’χει διάρκεια και να γίνεται μίμηση και γι’ άλλους, σ’ άλλα μέρη από νότια έως βόρεια. Τους ακούμε και του καθενός μας η σκέψη ταξιδεύει στον τόπο του και λέει πως μπορεί να γενεί και εκεί μονοπάτι όμορφο. Το δικό μου, από το Βότομο ως τους Βώρους με φαράγγια και λίμνες, με πλατάνια, ιτιές, χαρουπιές και λεύκες, προτείνει στους Δήμους μας πως είναι εφικτό να γίνει μονοπάτι ασυγκρίτως καλύτερο. Αγάπη και μεράκι χρειάζεται.
Με τη σκέψη ετούτη στο καράβι το πρωί το λιμάνι του Ηρακλείου πολυάνθρωπο, στη Μεσαρά οι κάψες συνηθισμένη κατάσταση και η καθημερινότητα αναγκαία για τ’ αύριο.
17-25/7/2009
Αποστόλης Π. Παυλίδης
Την πολυήμερη εκδρομή διοργάνωσε το ΓΕΩΤΕΕ- Παράρτημα Κρήτης. Η συμβολή του προέδρου κ. Καμπιτάκη Κώστα και της γραμματέας κ. Παπαδακάκη Ελένης για την επιτυχία της περιηγητικής εκδρομής μεγάλη. Τους ευχαριστούμε και ευχόμαστε να συνεχίσουν να διοργανώνουν τέτοιες εκδρομές και σ’ άλλα μέρη της Ελλάδας. Οι συμμετέχοντες ήταν όλοι ωραίοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου